- σιτιστής
- ο1. προμηθευτής τροφίμων.2. λοχίας που ασχολείται με τη μισθοδοσία και διατροφή των στρατιωτών του λόχου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* … Dictionary of Greek
σιτιστῶν — σιτιστής fartor masc gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός fem gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιστά — σιτιστά̱ , σιτιστής fartor masc nom/voc/acc dual σιτιστής fartor masc voc sg σιτιστής fartor masc nom sg (epic) σῑτιστά , σιτιστός neut nom/voc/acc pl σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc/acc dual σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιστάς — σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc acc pl σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτιστά̱ς , σιτιστός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)